- αξεδιάλυτος
- -η, -ο1. που δεν έχει ξεδιαλυθεί, ανεξήγητος, ανερμήνευτος ή ανεξιχνίαστος («όνειρο αξεδιάλυτο», «μυστήριο αξεδιάλυτο»)2. αυτός που δεν έχει διυλιστεί, δεν έχει καθαρίσει(«λάδι αξεδιάλυτο»)3. δυσκολοδιάβατος(«πυκνά και αξεδιάλυτα δάση»).
Dictionary of Greek. 2013.